Ανεπαρκής ανάπτυξη παιδιού: τι πρέπει να γνωρίζετε


Το βάρος ενός παιδιού αποτελεί εξαιρετικό δείκτη της γενικής υγείας του. Η αδυναμία αύξησης του βάρους κατά τους αρχικούς μήνες και τα πρώτα χρόνια της ζωής μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην εγκεφαλική και νευρολογική ανάπτυξη του παιδιού. Το βάρος του παιδιού πρέπει να υπολογίζεται με ακρίβεια αμέσως μετά τη γέννησή του, καθώς και σε κάθε επίσκεψη στον παιδίατρο που αποσκοπεί στη γενική αξιολόγηση της υγείας.

Ο παιδίατρος οφείλει να καταγράφει τις μετρήσεις σε ένα ειδικό διάγραμμα. Το παιδί θεωρείται ελλιποβαρές αν το βάρος του είναι μικρότερο από το τρίτο εκατοστημόριο του ποσοστού που αντιστοιχεί στην ηλικία και το φύλο του (π.χ. αν έχει μικρότερο βάρος από αυτό που παρουσιάζουν τα 97 στα 100 παιδιά). Επίσης, ο γιατρός μπορεί να υποπτευθεί ότι το παιδί είναι ελλιποβαρές αν οι επανειλημμένες καταμετρήσεις δείχνουν ότι το βάρος του παιδιού έχει πέσει κάτω από δύο εκατοστημόρια σε μια περίοδο αρκετών μηνών (π.χ. πάνω από το 75ο εκατοστημόριο ή κάτω από το 25ο).

Τα παιδιά παίρνουν, κατά μέσο όρο, περίπου 20-30 γραμμάρια κάθε ημέρα στους πρώτους 6-12 μήνες της ζωής τους. Κατά το δεύτερο έτος της ζωής, τα παιδιά συνεχίζουν να παίρνουν βάρος, αλλά όχι με τόσο γρήγορους ρυθμούς. Οποιαδήποτε ανεξήγητη απώλεια βάρους θα πρέπει να ανησυχήσει και εσάς και τον παιδίατρο.

Εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι το ύψος του παιδιού. Ορισμένα μοτίβα ανάπτυξης που αφορούν στο βάρος και στο ύψος, πρέπει να διακρίνονται από αυτά που αφορούν μόνο στο βάρος. Για παράδειγμα, ορισμένα βρέφη (πρόωρα και τελειόμηνα) γεννιούνται με βάρος και ύψος μικρότερα του φυσιολογικού.

Αν αυτά τα παιδιά εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται ικανοποιητικά, δεν πρέπει να ανησυχείτε σε περίπτωση που δεν παίρνουν αρκετό βάρος, ακόμα κι αν αυτό είναι κάτω από τρία εκατοστημόρια. Ορισμένα παιδιά γεννιούνται με φυσιολογικό βάρος και ύψος, αλλά μετά το 2ο έτος εμφανίζουν ανεπαρκή ανάπτυξη (όσον αφορά στο βάρος και το ύψος). Αυτό συμβαίνει συχνά αν οι γονείς (και οι πρόγονοι) του παιδιού δεν είναι ψηλοί. Το συγκεκριμένο μοτίβο δεν πρέπει να θεωρείται προβληματικό, αφού εκφράζει το γενετικό προφίλ του παιδιού.

Σε τι μπορεί να οφείλεται η ανεπαρκής ανάπτυξη;

Ύστερα από μελέτες δεκαετιών, οι παιδίατροι έχουν διαπιστώσει ότι η ανεπαρκής ανάπτυξη σπάνια οφείλεται σε συγκεκριμένη πάθηση. Συχνά, ο εντοπισμός των αιτιών της ανεπαρκούς αύξησης του βάρους είναι δύσκολος, αφού μπορεί να εμπλέκονται πολλοί παράγοντες. Πιστεύεται ότι ο συνηθέστερος από αυτούς είναι η ανεπαρκής διατροφή, κατάσταση για την οποία μπορεί να ευθύνονται πολλά αίτια. Ο παιδίατρος πρέπει να λάβει υπόψη του και την ιδιοσυγκρασία του παιδιού (για παράδειγμα, μπορεί να είναι ευέξαπτο και νευρικό). Επίσης, μπορεί να υπάρχουν προβλήματα στη σχέση μεταξύ του παιδιού και του ατόμου που το φροντίζει.

Ακόμη, το παιδί μπορεί να μη δείχνει στον ενήλικο που το φροντίζει ότι πεινάει ή ο ενήλικος μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τις κινήσεις που παιδιού που δηλώνουν πείνα. Το παιδί μπορεί να αρνείται να φάει και ο φροντιστής μπορεί να δυσκολεύεται να το ταΐσει. Σπάνια, η βρεφική φόρμουλα δεν παρασκευάζεται σωστά, με συνέπεια το παιδί να λαμβάνει ανεπαρκή ποσότητα θερμίδων. Μερικές φορές, οι γονείς εισάγουν καθυστερημένα στη διατροφή τη στερεά τροφή και το παιδί αρνείται να την καταναλώσει. Πριν από δεκαετίες παρατηρήθηκε ότι ορισμένα παιδιά που ζούσαν σε ορφανοτροφεία, δεν τρέφονταν επαρκώς και ήταν ελλιποβαρή. Σήμερα, ορισμένα παιδιά είναι ελλιποβαρή εξαιτίας στρεσογόνων παραγόντων στην οικογένεια.

Για παράδειγμα, μια μητέρα που υποφέρει από άγχος ή κατάθλιψη, μπορεί να δυσκολεύεται να αφιερώσει χρόνο στο παιδί της. Υπάρχουν πολύπλοκα ζητήματα που απαιτούν χρόνο, εμπιστοσύνη και επικοινωνία μεταξύ του γιατρού και των μελών της οικογένειας. Σπάνια, ένα παιδί είναι ελλιποβαρές εξαιτίας οργανικών ανεπαρκειών. Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συνήθως κάποιο σύμπτωμα ή μια ένδειξη που παραπέμπει στην παρουσία μιας πάθησης.

Ο εμετός προκαλεί απώλεια θερμίδων και μπορεί να οφείλεται σε εντερική απόφραξη ή σε σοβαρή γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Επίσης, το παιδί μπορεί να δυσκολεύεται να απορροφήσει θερμίδες. Η πλημμελής απορρόφηση θρεπτικών ουσιών μπορεί να οφείλεται σε παθήσεις όπως η κυστική ίνωση ή η κοιλιοκάκη. Παρότι η διάρροια, σε γενικές γραμμές, δεν διαρκεί πολύ και οφείλεται συνήθως σε ιογενή λοίμωξη, τα παιδιά μπορεί να ταλαιπωρούνται από τη διάρροια για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, με συνέπεια την πλημμελή απορρόφηση. Ορισμένες παθήσεις της καρδιάς, των νεφρών και των πνευμόνων συνδέονται με αυξημένη ανάγκη θερμιδικής πρόσληψης, εξαιτίας του αυξημένου μεταβολισμού του παιδιού.

Παρότι οι αυξημένες τιμές θυροξίνης σπανίζουν στα παιδιά, αν υπάρχουν, συνεπάγονται αυξημένο μεταβολισμό και πενιχρή αύξηση του βάρους. Οι συνήθεις λοιμώξεις αυξάνουν την ανάγκη θερμιδικής πρόσληψης, ειδικά αν έχουν μεγάλη διάρκεια ή αν περάσουν απαρατήρητες (π.χ. ουρολοίμωξη ή υποτροπιάζουσα ωτίτιδα). Οι λιγότερο συνήθεις λοιμώξεις, όπως η πνευμονική φυματίωση και η μόλυνση από HIV, μπορεί να προκαλέσουν μείωση του βάρους.

Εν ολίγοις, πολλές παθολογικές καταστάσεις μπορεί να συνδέονται με την ελλιπή ανάπτυξη. Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν υπάρχει συγκεκριμένο νόσημα. Παρότι τα παιδιά μπορεί να μην παίρνουν επαρκές βάρος κατά τη διάρκεια μιας οξείας πάθησης (π.χ. λοίμωξη της άνω αναπνευστικής οδού ή οξεία διάρροια), το φυσιολογικό είναι να αναρρώνουν και να εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Μια οξεία πάθηση δεν πρέπει να συνεπάγεται ελλιπή αύξηση βάρους για διάστημα πολλών μηνών.

Πώς αντιμετωπίζεται η ελλιπής ανάπτυξη;

Όλα τα παιδιά πρέπει να ζυγίζονται κατά τη γέννηση, καθώς και σε κάθε επίσκεψη στον παιδίατρο. Θα πρέπει, επίσης, να μετριέται και το ύψος, ώστε ο γιατρός να αξιολογεί την ανάπτυξη του παιδιού σε βάθος χρόνου, αλλά και να παρακολουθεί τη σχέση βάρους-ύψους. Η ελλιπής αύξηση του βάρους πρέπει να εντοπίζεται εγκαίρως, ώστε να εφαρμόζονται τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα. Ο παιδίατρος θα αξιολογήσει σχολαστικά την κατάσταση.

Θα εξετάσει τις λεπτομέρειες που αφορούν στην κυοφορία και τον τοκετό, την υγεία και το βάρος του νεογνού, καθώς και το ιστορικό που συνδέεται με το θηλασμό και τη διατροφή. Ο γιατρός θα μετρήσει τη θερμοκρασία και την ανάπτυξη του παιδιού και θα λάβει υπόψη τυχόν ενδοοικογενειακούς στρεσογόνους παράγοντες και προβλήματα υγείας, ειδικά της μητέρας. Επίσης, θα εξετάσει ενδελεχώς το παιδί σωματικά. Με αυτές τις πληροφορίες, ο γιατρός συνήθως είναι σε θέση να καταλάβει αν υπάρχει μια υποβόσκουσα πάθηση που επιβραδύνει την ανάπτυξη.

Οι εργαστηριακές εξετάσεις δεν είναι πάντα αναγκαίες, αλλά ενδέχεται να κριθούν απαραίτητες αν ο γιατρός θεωρήσει ότι υπάρχει κάποια πάθηση ή ότι η ανεπαρκής διατροφή έχει προκαλέσει κάποιο πρόβλημα, όπως αναιμία. Αν δεν εντοπιστεί κάποια πάθηση, θα πρέπει να φροντίσετε τη διατροφή του παιδιού.

Σε ορισμένες περιστάσεις, ενδέχεται να χρειαστεί η συμβουλή ενός παιδιατρικού διαιτολόγου ο οποίος θα σας υποδείξει την ενδεικνυόμενη στρατηγική για την αύξηση των θερμίδων στη διατροφή του παιδιού. Επίσης, ο ειδικός μπορεί να σας υποδείξει και τεχνικές ταΐσματος. Αν το παιδί εμφανίζει σοβαρό πρόβλημα με την κατανάλωση τροφής, συμβουλευθείτε έναν παιδοψυχολόγο, ώστε να βελτιωθούν οι στοματοκινητικές ικανότητες του παιδιού. Ορισμένες φορές, ενδέχεται να απαιτείται περαιτέρω θεραπεία: για παράδειγμα, αν το παιδί έχει αναιμία, ίσως χρειαστεί να πάρει συμπληρώματα σιδήρου.

Το παιδί πρέπει να παρακολουθείται στενά από όλους τους ειδικούς. Επίσης, το βάρος και το ύψος του πρέπει να μετριούνται τακτικά, μέχρις ότου εξακριβωθεί ότι η ανάπτυξή του είναι φυσιολογική. Ο ειδικός πρέπει να επιβλέπει και τη γενική ψυχολογική και κινητική ανάπτυξη του παιδιού. Ενίοτε απαιτούνται παρεμβάσεις όπως το πρόγραμμα βρεφικής διέγερσης. Ασφαλώς, αν υποβόσκει κάποια πάθηση, το μωρό θα πρέπει να υποβληθεί στην ανάλογη θεραπεία.