Τι πρέπει να γνωρίζετε για τις καρδιακές αρρυθμίες


Η καρδιά είναι μια μυϊκή αντλία σχεδιασμένη έτσι ώστε να διοχετεύει αίμα σε όλο το σώμα. Η ταχύτητα με την οποία η καρδιά επιτελεί τις αντλητικές της κινήσεις εξαρτάται από τις ανάγκες του σώματος και ελέγχεται από ένα σύστημα ηλεκτρικών ώσεων. Αυτές οι ηλεκτρικές ώσεις διαβιβάζονται μέσω του ειδικού συστήματος παραγωγής και αγωγής των διεγέρσεων, το οποίο μεριμνά για τη συγχρονισμένη και αποτελεσματική λειτουργία της καρδιάς.

Οι αρρυθμίες είναι ανωμαλίες στο ρυθμό της καρδιάς. Με άλλα λόγια, οι συγχρονισμένες ηλεκτρικές ώσεις διαταράσσονται με κάποιον τρόπο, παράγοντας ανωμαλίες στον καρδιακό παλμό. Ο αφύσικα αργός ή ταχύς παλμός μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα της αντλητικής λειτουργίας της καρδιάς σε διάφορους βαθμούς.

Τα παιδιά διαφορετικών ηλικιών εμφανίζουν διαφορές στον καρδιακό ρυθμό. Ο καρδιακός ρυθμός ενός παιδιού 1 μηνός κυμαίνεται μεταξύ 100-180 κτύπων ανά λεπτό, ενώ ενός εφήβου μεταξύ 50-100 κτύπων ανά λεπτό. Σε γενικές γραμμές, ο καρδιακός ρυθμός είναι πιο αργός κατά τον ύπνο ή τη βαθιά χαλάρωση και ταχύτερος σε φάσεις άθλησης, άγχους ή πυρετού. Οι αρρυθμίες ταξινομούνται σε φλεβοκομβικές (φυσιολογικές) και μη φλεβοκομβικές (ανωμαλία).

Το παιδί που έχει αφύσικα ταχύ καρδιακό ρυθμό για την ηλικία του, εμφανίζει ταχυκαρδία. Ομοίως, ένας αφύσικα αργός παλμός για την εκάστοτε ηλικία καλείται βραδυκαρδία. Η ταχυκαρδία και η βραδυκαρδία μπορεί να είναι φλεβοκομβικές ή μη φλεβοκομβικές. Η φλεβοκομβική βραδυκαρδία είναι συνηθέστερη σε μεγαλύτερα παιδιά που αθλούνται και έχουν χαμηλό καρδιακό ρυθμό στη φάση της ανάπαυσης. Παρότι η καρδιά τους συσπάται πιο αργά σε σύγκριση με τα περισσότερα παιδιά, αυτή η φλεβοκομβική βραδυκαρδία συνήθως αποτελεί ένδειξη μιας υγιούς καρδιάς που δεν έχει λόγο να πάλλεται πιο γρήγορα.

Η φλεβοκομβική ταχυκαρδία παρατηρείται στα παιδιά που αθλούνται, που είναι αφυδατωμένα ή που έχουν πυρετό ή κάποια σοβαρή λοίμωξη. Οι μη φλεβοκομβικές ταχυκαρδίες και βραδυκαρδίες διακρίνονται από τις φλεβοκομβικές (φυσιολογικές) μέσω του ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Οι μη φλεβοκομβικές ανωμαλίες αποτελούν ένδειξη ανώμαλης μετάδοσης ώσεων στις ηλεκτρικές οδούς της καρδιάς.

Πολλά παιδιά με φυσιολογική δομή καρδιάς έχουν αρρυθμίες, αλλά ορισμένα είδη αρρυθμιών εκδηλώνονται συχνότερα στα παιδιά με συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες ή ύστερα από χειρουργικές επεμβάσεις στην καρδιά. Μερικά παιδιά έχουν κληρονομική προδιάθεση για αρρυθμίες. Οι αρρυθμίες είναι συνηθέστερες στα παιδιά με ανώμαλα επίπεδα ορισμένων ηλεκτρολυτών και μετάλλων – φαινόμενα που προκύπτουν εξαιτίας διαφόρων μη καρδιακών νοσημάτων. Επίσης, πρέπει να γνωρίζετε ότι ορισμένα φάρμακα προκαλούν αρρυθμίες.

Πώς εκδηλώνονται οι αρρυθμίες;

Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα που αποδίδονται στις αρρυθμίες εξαρτώνται από τον τύπο των αρρυθμιών και την ηλικία του παιδιού. Τα μεγαλύτερα παιδιά και οι έφηβοι είναι σε θέση να περιγράψουν αυτό που βιώνουν. Μπορούν να περιγράψουν την αίσθηση παλμών ή έναν υπολειπόμενο παλμό. Τα βρέφη μπορεί να είναι ανορεκτικά, ληθαργικά, ωχρά και ιδρωμένα.

Άλλες αρρυθμίες δεν γίνονται ποτέ αντιληπτές και αποκαλύπτονται μόνο στο ηλεκτροκαρδιογράφημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχουν αρρυθμίες όταν το παιδί υποφέρει από λιποθυμικές κρίσεις. Ο σφυγμός ενός παιδιού μπορεί να είναι ακανόνιστος ή αφύσικα ταχύς ή αργός, κατάσταση που διαπιστώνεται όταν ο γιατρός ακροαστεί την καρδιά με το στηθοσκόπιο.

Σε ορισμένες περιστάσεις, ο γιατρός μπορεί να υποπτευθεί ότι το παιδί έχει αρρυθμίες αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό αιφνίδιων θανάτων. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο παιδίατρος διερευνά τις ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού με ηλεκτροκαρδιογράφημα, το οποίο του επιτρέπει να διαπιστώσει πόσος ηλεκτρισμός διοχετεύεται στην καρδιά. Σε ορισμένα περιστατικά απαιτείται παρακολούθηση με ηλεκτροκαρδιογράφημα για 12-24 ώρες.

Η συσκευή που θα φοράει το παιδί σας καλείται Holter και συμβάλλει στην αξιολόγηση της επίδρασης της άσκησης και των συνηθών δραστηριοτήτων στον καρδιακό ρυθμό. Το παιδί σας μπορεί να υποβληθεί σε ηχοκαρδιογράφημα προκειμένου να αξιολογηθεί η δομή και η λειτουργία της καρδιάς. Επειδή μερικές αρρυθμίες συνδέονται με ανωμαλίες ηλεκτρολυτών και μετάλλων, ο γιατρός θα ζητήσει εξετάσεις αίματος προκειμένου να ανιχνεύσει τις τιμές του ασβεστίου, του καλίου και του μαγνησίου.

Πώς αντιμετωπίζονται οι αρρυθμίες;

Αν υποπτεύεστε ότι η καρδιά του παιδιού σας χτυπά ακανόνιστα, πολύ γρήγορα ή πολύ αργά, θα πρέπει να ελέγξετε αμέσως όλα τα ενδεχόμενα. Καλέστε τον παιδίατρο ή πηγαίνετε το παιδί στη μονάδα επειγόντων περιστατικών. Η θεραπεία εξαρτάται από τα αίτια και τον τύπο της αρρυθμίας, καθώς και από το ενδεχόμενο ύπαρξης καρδιακών προβλημάτων. Τα παιδιά με φλεβοκομβική ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία δεν χρήζουν θεραπείας.

Η αφυδάτωση, οι ανωμαλίες που αφορούν σε ηλεκτρολύτες και μέταλλα, καθώς και διάφορες λοιμώξεις προκαλούν συχνά αρρυθμίες, γι’ αυτό πρέπει να αντιμετωπίζονται. Η θεραπεία των μη φλεβοκομβικών αρρυθμιών ενέχει ορισμένες άμεσες και ορισμένες μακροπρόθεσμες όψεις. Η άμεση θεραπεία οποιασδήποτε αρρυθμίας εξαρτάται από τη σταθερότητα της κατάστασης του βρέφους ή του παιδιού.

Ο γιατρός θα παρακολουθεί την πίεση του αίματος και την κατάσταση της κυκλοφορίας και θα ανιχνεύσει τυχόν καρδιακή ανεπάρκεια. Αν το παιδί έχει ταχυκαρδία οφειλόμενη σε ανώμαλες ηλεκτρικές ώσεις από τον κόλπο (υπερκοιλιακή ταχυκαρδία), ο γιατρός ή η νοσοκόμα τοποθετεί παγοκύστη στο πρόσωπό του επί 30 δευτερόλεπτα. Έτσι πυροδοτείται μια αντανακλαστική αντίδραση που επιβραδύνει την καρδιά.

Αν αυτή η μέθοδος αποτύχει, χορηγείται φάρμακο ενδοφλεβίως. Σε ορισμένες περιστάσεις γίνεται ηλεκτροσόκ στην καρδιά, ώστε να αποκατασταθεί ο φυσιολογικός της ρυθμός. Ο παιδοκαρδιολόγος μπορεί να συστήσει μακροπρόθεσμη λήψη φαρμάκων από το στόμα για να τεθούν υπό έλεγχο οι αρρυθμίες και να προληφθεί ο υποτροπιασμός. Αν το παιδί σας έχει αρρυθμίες ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση στην καρδιά, θα ωφεληθεί από το βηματοδότη.

Μερικές αρρυθμίες υποχωρούν καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και δεν πρέπει να αποτελούν αίτιο ανησυχίας. Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες διαταραχές ρυθμού προερχόμενες από τις κοιλίες που χρήζουν πιο επιθετικών παρεμβάσεων, ειδικά αν το παιδί είχε ήδη ένα λιποθυμικό επεισόδιο. Αυτά τα παιδιά κινδυνεύουν από αιφνίδιο θάνατο. Η μακροπρόθεσμη θεραπεία υπαγορεύεται από τον παιδοκαρδιολόγο και μπορεί να περιλαμβάνει λήψη φαρμάκων από το στόμα και εμφυτευμένο απινιδωτή.