Όσα πρέπει να γνωρίζετε για τα κατάγματα


Τα κατάγματα προκύπτουν όταν η δύναμη που ασκείται σε ένα οστό είναι μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να αντέξει. Τα κατάγματα είναι ιδιαίτερα συνήθη στην παιδική ηλικία και αποτελούν ένα από τα συχνότερα αίτια μεταφοράς του παιδιού στη μονάδα επειγόντων περιστατικών.

Επειδή τα οστά των παιδιών αναπτύσσονται, τα παιδικά κατάγματα διαφέρουν από αυτά των ενηλίκων. Για παράδειγμα, τα παιδιά έχουν μειωμένη οστική πυκνότητα σε σχέση με τους ενηλίκους. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά μπορεί να πάθουν κατάγματα πιο εύκολα απ’ ό,τι οι ενήλικοι.

Επίσης, οι ιστοί που περιβάλλουν τα οστά των παιδιών είναι πιο δυνατοί από αυτούς των ενηλίκων. Συνεπώς, τα οστά των παιδιών μπορεί να λυγίσουν, και όχι να σπάσουν. Αυτά τα κατάγματα καλούνται «κατάγματα τύπου χλωρού ξύλου» (greenstick), εξαιτίας της ομοιότητάς τους με λυγισμένο κλαδί δέντρου.

Τέλος, επειδή οι σύνδεσμοι των παιδιών είναι σχετικά πιο δυνατοί από τα οστά τους, στην παιδική ηλικία τα κατάγματα είναι συνηθέστερα από τα διαστρέμματα. Συνεπώς, αν ένα παιδί και ένας ενήλικος πάθουν το ίδιο ατύχημα, κατά πάσα πιθανότητα το παιδί θα παρουσιάσει κάταγμα και ο ενήλικος διάστρεμμα.

Ένα άλλο γνώρισμα των παιδικών οστών είναι η επιφυσιακή τους πλάκα. Αυτή είναι η περιοχή που βρίσκεται στα άκρα των μακριών οστών, όπου λαμβάνει χώρα η ανάπτυξή τους. Εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων αυτής της περιοχής στα παιδιά, τα κατάγματά τους επουλώνονται πιο γρήγορα.

Τα παιδιά δεν χρειάζονται χειρουργική ευθυγράμμιση όπως οι ενήλικοι. Ωστόσο, οι κακώσεις στην επιφυσιακή πλάκα πρέπει να αντιμετωπίζονται προσεκτικά. Ενίοτε, απαιτείται χειρουργική επέμβαση ώστε να διασφαλιστεί η σωστή ανάπτυξη. Το κάταγμα κλείδας συγκαταλέγεται στα συνηθέστερα της παιδικής ηλικίας. Συνήθως οφείλεται σε πτώση κατά την οποία το βάρος πέφτει στον ώμο ή στο τεντωμένο χέρι.

Επίσης, παρατηρείται σε μεγαλόσωμα νεογέννητα, εξαιτίας του τοκετού. Τα περισσότερα κατάγματα εντοπίζονται στο μέσο της κλείδας. Σε σπανιότερες περιπτώσεις, το κάταγμα εντοπίζεται πιο κοντά στον ώμο, εξαιτίας της σύγκρουσης του ώμου σε μια σκληρή επιφάνεια (π.χ. στην πίστα του παγοδρόμιου).

Πώς εκδηλώνονται τα κατάγματα;

Οι συνηθέστερες ενδείξεις είναι ο πόνος και το οίδημα σε ένα τμήμα του άκρου. Συχνά, ειδικά στα παιδιά, το κάταγμα μπορεί να μην παραγάγει οίδημα ή παραμόρφωση στο άκρο. Σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς υποπτεύονται κάταγμα όταν το παιδί αρνείται να περπατήσει, να σηκώσει βάρη ή να χρησιμοποιήσει το χέρι του.

Οι παραπάνω ενδείξεις υποδηλώνουν το ενδεχόμενο κατάγματος. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να πάτε το παιδί στο γιατρό, ώστε να γίνει ακτινογραφία της προσβεβλημένης περιοχής. Στο κάταγμα της κλείδας, το παιδί συνήθως αναφέρει τοπικό πόνο στην κλείδα και αποφεύγει να σηκώσει το προσβεβλημένο άκρο. Συνήθως, η περιοχή του κατάγματος είναι επώδυνη και μπορείτε να διακρίνετε εύκολα το οίδημα και την παραμόρφωση.

Πώς αντιμετωπίζονται τα κατάγματα;

Κατάγματα άνω άκρων. Το κάταγμα μπορεί να προκύψει σε οποιοδήποτε οστό του αντιβραχίου (κερκίδα ή ωλένη) ή στο βραχιόνιο οστό. Συνήθως, το κάταγμα οφείλεται σε πτώση κατά την οποία το βάρος πέφτει στο τεντωμένο χέρι (π.χ. πτώση από μπάρα αναρρίχησης). Το κάταγμα του βραχιόνιου οστού οφείλεται στην άσκηση ισχυρότερης πίεσης. Τα κατάγματα του αντιβραχίου συνήθως αντιμετωπίζονται με τοποθέτηση σε γύψο για 4 εβδομάδες.

Αν το κάταγμα έχει αλλοιώσει την ευθυγράμμιση των οστών, θα πρέπει να γίνει ανάταξη, η οποία ενδέχεται να προβλέπει εγχείρηση. Το κάταγμα στον αγκώνα συνήθως προβλέπει εγχείρηση, ώστε να διασφαλιστεί η ευθυγράμμιση των οστών και η επούλωση. Μετά την εφαρμογή του γύψου, ο γιατρός θα ανιχνεύσει ενδείξεις που υποδηλώνουν προβλήματα, όπως ο αυξημένος πόνος και το κρύο ή η ωχρότητα στα δάχτυλα.

Συνήθως, τα φάρμακα που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή, επαρκούν για ήπιες κακώσεις. Ο γιατρός θα δει ξανά το παιδί ύστερα από μερικές εβδομάδες, προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή επούλωση. Στο παρελθόν, η θεραπεία του κατάγματος της κλείδας περιλάμβανε ακινητοποίηση της άρθρωσης με έναν επίδεσμο σε σχήμα «8», ο οποίος τυλιγόταν γύρω από τους ώμους. Πρόσφατα, η αντιμετώπιση του κατάγματος της κλείδας άλλαξε.

Τώρα, το χέρι του παιδιού τοποθετείται απλώς σε έναν επίδεσμο ανάρτησης, ώστε να εξασφαλίζεται ανακούφιση από τον πόνο. Ο γιατρός μπορεί να χορηγήσει και αναλγητικά φάρμακα. Όταν η κατάσταση βελτιωθεί, το παιδί μπορεί να βγάλει τον επίδεσμο. Τις επόμενες 3-6 εβδομάδες, καθώς το κάταγμα θα επουλώνεται, θα είναι εμφανές ένα πρήξιμο που ενδέχεται να παρέλθει ακόμα και ύστερα από μήνες.

Κατάγματα κάτω άκρων. Στην κνήμη υπάρχουν δύο οστά, το κνημιαίο οστό και η περόνη. Ο μηρός φέρει ένα οστό, το μηριαίο οστό. Σε γενικές γραμμές, τα κατάγματα του μηριαίου ιστού προκύπτουν ύστερα από βίαιους τραυματισμούς, όπως μια πτώση από μεγάλο ύψος ή ένα ατύχημα σε μηχανοκίνητο όχημα. Τα κατάγματα της κνήμης είναι συνηθέστερα και κατά κανόνα οφείλονται σε λιγότερο βίαια ατυχήματα.

Στα παιδιά, το κάταγμα της κνήμης μπορεί να προκύψει χωρίς να έχει προηγηθεί ατύχημα. Ενδέχεται να μην υπάρχειαξιοσημείωτο οίδημα και το κάταγμα να γίνει αντιληπτό μόνο επειδή το παιδί αρνείται να σηκώσει βάρος. Τα κατάγματα του μηρού συνήθως προβλέπουν χειρουργική επέμβαση. Τοποθετείται γύψος για 4-6 εβδομάδες, ανάλογα με το είδος της κάκωσης. Το είδος της κάκωσης καθορίζει επίσης το χρονικό διάστημα για το οποίο το παιδί πρέπει να αποφεύγει να ρίχνει το βάρος του στο προσβεβλημένο πόδι.