Καρκίνος του μαστού: Η σεξουαλική λειτουργία των γυναικών βελτιώνεται μετά τη θεραπεία με λέιζερ




Γράφει ο Ιάκωβος Σούσης Msc, FRCOG, Μαιευτήρ-Γυναικολόγος, Ιατρός Αναπαραγωγής

Οι γυναίκες που ξεπερνούν τον καρκίνο του μαστού έχουν καλύτερη ερωτική ζωή όταν κάνουν θεραπεία με λέιζερ για την αντιμετώπιση του ουρογεννητικού συνδρόμου της εμμηνόπαυσης, το οποίο εμφανίζεται συχνά, λόγω της έλλειψης των οιστρογόνων σε γυναίκες που έχουν περάσει καρκίνο του μαστού.

Η έλλειψη οιστρογόνων οφείλεται σε δυσλειτουργία των ωοθηκών κατόπιν της φαρμακευτικής αγωγής ή της ακτινοβολίας. Αποτελεί στόχο της θεραπείας μιας και οι περισσότεροι καρκίνοι του μαστού είναι ορμονοεξαρτώμενοι.

Το δέρμα του κόλπου (επιθήλιο) είναι ορμονοεξαρτώμενο και λεπταίνει λόγω της έλλειψης οιστρογόνων. Με την τριβή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, τραυματίζεται. Η γυναίκα νιώθει πόνο κατά την επαφή, παθαίνει φλεγμονές στον κόλπο και παρουσιάζει συμπτώματα από την ουροδόχο κύστη (όπως επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις και επίταση για ούρηση), νιώθει φαγούρα και "κάψιμο”.

Τι είναι το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης;
Ουρογγενητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης είναι ο ιατρικός όρος που περιγράφει τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, τόσο στο γεννητικό, όσο και στο ουροποιητικό σύστημα της γυναίκας.

Πολλές γυναίκες κατά τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού εισέρχονται πρόωρα στην εμμηνόπαυση ή βρίσκονται σε τεχνητή εμμηνόπαυση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Συχνά αντιμετωπίζουν ορισμένα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Στο γεννητικό σύστημα:

-Ξηρότητα

-Ερεθισμός

-Φαγούρα

-Αίσθηση καύσου

-Πόνος στην ερωτική επαφή (δυσπαρεύνια)

-Ίχνη αίματος μετά την ερωτική επαφή

-Δυσοσμία των εκκρίσεων

-Επαναλαμβανόμενες κολπίτιδες

Στο ουροποιητικό σύστημα:

-Συχνουρία

-Ακράτεια

-Δυσκολία στην ούρηση

-Συχνή ούρηση τις νύχτες

-Επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις

Αναζωογόνηση του κόλπου με λέιζερ σε γυναίκες που έχουν περάσει καρκίνο του μαστού
Στη μελέτη έλαβαν μέρος 67 ασθενείς που είχαν καρκίνο του μαστού, παρουσίασαν ουρογεννητικό σύνδρομο εμμηνόπαυσης και ένιωθαν έντονο πόνο κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης και ξηρότητα στον κόλπο.

Έκαναν τρεις θεραπείες αναζωογόνησης του κόλπου με λέιζερ και μετά κλήθηκαν να δηλώσουν εάν υπήρξε βελτίωση της σεξουαλικής τους λειτουργίας.

Η σεξουαλική λειτουργία των γυναικών μετρήθηκε πριν τη θεραπεία, 4 εβδομάδες μετά και στη συνέχεια ένα χρόνο αργότερα, με δύο "τεστ” που ονομάζονται Δείκτης Σεξουαλικής Λειτουργίας της Γυναίκας (Female Sexual Function Index - FSFI) και Αναθεωρημένη Κλίμακα Σεξουαλικής Δυσφορίας της Γυναίκας (Female Sexual Distress Scale Revised FSDS-R).

Από τις 67 γυναίκες, 59 συμμετείχαν στα τεστ μετά από 4 εβδομάδες και 39 ένα χρόνο μετά την έναρξη της μελέτης. Τέσσερις εβδομάδες μετά την έναρξη των θεραπειών με λέιζερ οι ασθενείς δήλωσαν βελτίωση της σεξουαλικής τους λειτουργίας σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ερωτικής επιθυμίας, της διέγερσης, της λίπανσης του κόλπου, της ικανοποίησης και του οργασμού, καθώς και μείωση του πόνου. Η σεξουαλική δραστηριότητα των γυναικών παρέμεινε βελτιωμένη 12 μήνες αργότερα, ενώ δεν υπήρξαν σε καμία περίπτωση σοβαρές παρενέργειες.

Πως γίνεται η θεραπεία με λέιζερ για την αναζωογόνηση του κόλπου
Η θεραπεία του ουρογεννητικού συνδρόμου της εμμηνόπαυσης με λέιζερ είναι μία νέα, ασφαλής, ανώδυνη μέθοδος.

Η τεχνική αναζωογόνησης του κόλπου με λέιζερ διοξειδίου του άνθρακα (fractional CO2 laser) συμβάλει σημαντικά στην αποκατάσταση του κολπικού επιθηλίου, την παραγωγή κολλαγόνου και την φυσιολογική σεξουαλική λειτουργία στην συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών. Υπάρχει σαφής βελτίωση των συμπτωμάτων. Σε αρκετές περιπτώσεις τα συμπτώματα εξαφανίζονται.

Η θεραπεία είναι εντελώς ανώδυνη και διαρκεί 10 λεπτά. Θυμίζει τη διαδικασία ενός απλού διακολπικού υπέρηχου και εφαρμόζεται μία φορά τον μήνα για τρεις μήνες.

Η θεραπεία με λέιζερ βοηθά και στην αντιμετώπιση ήπιας μορφής ακράτειας, καθώς προκαλείται σύσφιξη στον αυχένα της κύστης.

Η βελτίωση των συμπτωμάτων είναι εμφανής από την πρώτη συνεδρία και φθάνει στο μέγιστο μετά την τρίτη θεραπεία.Το αποτέλεσμα διαρκεί κατά μέσο όρο 1 έως1,5 χρόνο και μετά την πάροδο αυτή της περιόδου, γίνεται μία "αναμνηστική" θεραπεία.



Πηγή: Capital.gr