Γονιμότητα: Παίζουν ρόλο οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες και τα λιπαρά οξέα;




Η διατροφή είναι ένας σημαντικός παράγοντας για τη γυναικεία υπογονιμότητα και παίζει ρόλο στην αύξηση ή τη μείωση των ποσοστών επιτυχίας της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ευτυχώς είναι ένας τροποποιήσιμος παράγοντας, τον οποίο μπορεί η γυναίκα να ελέγξει.

Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από 12 μήνες σεξουαλικών επαφών χωρίς προστασία. Υπολογίζεται ότι 1 στα 6 ζευγάρια παγκοσμίως είναι υπογόνιμο.

Καθώς έχει παρατηρηθεί ότι αυξάνονται τα ποσοστά υπογονιμότητας, η επιστημονική κοινότητα ασχολείται όλο και περισσότερο με τους τροποποιήσιμους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την αναπαραγωγική υγεία.

Νέα μελέτη εξέτασε την πολύπλοκη σχέση μεταξύ διατροφής και γονιμότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στους υδατάνθρακες, τις πρωτεΐνες και τα λιπαρά οξέα.

Υδατάνθρακες
Οι υδατάνθρακες, που είναι η κύρια πηγή ενέργειας για τον άνθρωπο, ρυθμίζουν τη μεταβολική οδό της γλυκόζης και τον έλεγχο της γλυκόζης μέσω της ινσουλίνης.

Οι υδατάνθρακες μπορεί να είναι από μονοσακχαρίτες ή απλά σάκχαρα, μέχρι πολύπλοκα μόρια, όπως πολυσακχαρίτες φυτικών κυτταρικών τοιχωμάτων και ορισμένοι ολιγοσακχαρίτες.

Ο γλυκαιμικός δείκτης (GI) και το γλυκαιμικό φορτίο (GL) είναι τιμές που αντικατοπτρίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι υδατάνθρακες επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.

Ο γλυκαιμικός δείκτης μπορεί να μειωθεί με την κατανάλωση πιο σύνθετων, δύσπεπτων υδατανθράκων, όπως εκείνοι που βρίσκονται σε διαλυτές διαιτητικές ίνες ή προϊόντα διατροφής ολικής αλέσεως.

Η υψηλότερη πρόσληψη δημητριακών ολικής αλέσεως έχει συσχετιστεί με υψηλότερα ποσοστά επίτευξης εγκυμοσύνης και ζώντων γεννήσεων. Παρομοίως, η κατανάλωση περισσότερων λαχανικών έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει την ποιότητα του εμβρύου σε περιπτώσεις που έχει γίνει μικρογονιμοποίηση ωαρίου (ICSI).

Η πρόσληψη υδατανθράκων και η διάσπασή τους φαίνεται επίσης ότι ρυθμίζει τη λειτουργία των ωοθηκών.

Ο κίνδυνος υπογονιμότητας που οφείλεται σε θέματα ωορρηξίας, ήταν περίπου 80% υψηλότερος στις γυναίκες που κατανάλωναν περισσότερους υδατάνθρακες, σε σύγκριση με εκείνες που κατανάλωναν τους λιγότερους υδατάνθρακες (μελέτη Nurses’ Health Study II).

Μία διατροφή, στην οποία λιγότερο από το 45% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης προέρχεται από υδατάνθρακες, έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τα συμπτώματα του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών, αυξάνοντας τα επίπεδα της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης και της πρωτεΐνης που ονομάζεται δεσμευτική σφαιρίνη των ορμονών του φύλου (sex hormone binding globulin), ενώ μειώνει τα επίπεδα τεστοστερόνης και ινσουλίνης. Αυτό συσχετίζεται με μειωμένο βάρος σε υπέρβαρες ή παχύσαρκες ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Σε υπογόνιμες γυναίκες που ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες και έκαναν εξωσωματική γονιμοποίηση ύστερα από υποθερμιδική δίαιτα (στην οποία οι μισές θερμίδες καθημερινώς προέρχονται από υδατάνθρακες) φάνηκε ότι ελήφθησαν περισσότερα ωάρια και καταγράφηκαν υψηλότερα κλινικά ποσοστά εγκυμοσύνης και γεννήσεων. Ωστόσο, η κατανάλωση ζαχαρούχων αναψυκτικών συνδέθηκε με χαμηλότερο αριθμό ωαρίων που ελήφθησαν και εμβρύων που προέκυψαν από κύκλους διέγερσης των ωοθηκών, αλλά και το ποσοστό ζώντων γεννήσεων ήταν μειωμένο.

Πρωτεΐνες
Ένας υγιής ενήλικας πρέπει να καταναλώνει 0,8 g πρωτεΐνης για κάθε κιλό μάζας σώματος. Η πρόσληψη ζωικής πρωτεΐνης έχει συνδεθεί με διαταραχές της ωορρηξίας, σε σύγκριση με τις φυτικές πρωτεΐνες. Εάν το 5% της ενεργειακής πρόσληψης προέρχεται από φυτικές και όχι ζωικές πρωτεΐνες, έχει αποδειχθεί ότι μειώνεται περισσότερο από 50% ο κίνδυνος διαταραχών της ωορρηξίας.

Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων και σόγιας έχει συνδεθεί με καλύτερα αποτελέσματα στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η σόγια περιέχει φυτοοιστρογόνα (μια κατηγορία ισοφλαβονών με δομή παρόμοια με αυτή των οιστρογόνων) τα οποία έχουν ασθενή οιστρογόνο δράση, μέσω της δέσμευσης των υποδοχέων οιστρογόνων.

Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι ζωικές πρωτεΐνες επηρεάζουν αρνητικά τη γυναικεία γονιμότητα, σε αντίθεση με τις φυτικές. Αυτό δείχνει ότι η πηγή των πρωτεϊνών που καταναλώνει μία γυναίκα μπορεί να είναι καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας της αναπαραγωγής.

Λίπη
Τα ωμέγα-3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και τα ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα υπάρχουν σε διαφορετικά τρόφιμα. Τα ωμέγα-3 υπάρχουν σε ψάρια όπως ο σολομός, το σκουμπρί, οι σαρδέλες και ο τόνος, καθώς και σε ξηρούς καρπούς, σπόρους και φυτικά έλαια. Τα ω-6, τα οποία υπάρχουν επίσης σε ξηρούς καρπούς, σπόρους και έλαια, υπάρχουν και στο κρέας πουλερικών, τα ψάρια και τα αυγά.

Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία, που να αποδεικνύουν την επίδραση αυτών των λιπαρών στα αποτελέσματα της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Ωστόσο, οι καλύτερες πιθανότητες εγκυμοσύνης φαίνεται να συσχετίζονται με την αυξημένη κατανάλωση ω-3 λιπαρών.

Ορισμένα τρόφιμα πάντως, όπως τα ψάρια, μπορεί να αυξήσουν το επίπεδο έκθεσης σε ρύπους όπως ο μεθυλυδράργυρος και οι διοξίνες. Ομοίως, η κατανάλωση λαχανικών και φρούτων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο έκθεσης σε φυτοφάρμακα.

Ο κίνδυνος που σχετίζεται με την παρουσία αυτών των τοξικολογικά δραστικών ενώσεων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, καθώς και από την ποσότητα της τροφής που καταναλώνεται, την προέλευσή της και την ορμονική κατάσταση των γυναικών.

Το κείμενο επιμελήθηκε ο Ιάκωβος Σούσης Msc, FRCOG, Μαιευτήρ-Γυναικολόγος, Ιατρός Αναπαραγωγής.

Πηγή: Capital.gr