Αναιμία: αιτίες, μορφές, τρόποι εκδήλωσης και αντιμετώπισης


Η αναιμία οφείλεται στις χαμηλές ποσότητες αιμοσφαιρίνης. Η αιμοσφαιρίνη είναι ένα μόριο των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που συμβάλλει στη μεταφορά οξυγόνου σε όλο το σώμα. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια κυκλοφορούν στο αίμα επί 120 ημέρες κι έπειτα καταστρέφονται.

Πού οφείλεται η αναιμία;

Η αναιμία οφείλεται κυρίως στους τρεις ακόλουθους παράγοντες:

  • ανεπαρκής παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων
  • αυξημένη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων
  • αυξημένη απώλεια αίματος από το σώμα.

ΑΝΑΙΜΙΑ ΑΠΟ ΑΝΕΠΑΡΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ

Φυσιολογική βρεφική αναιμία. Τα βρέφη γεννιούνται με υψηλότερα επίπεδα αιμοσφαιρίνης και έχουν περισσότερα ερυθρά αιμοσφαίρια από τα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενηλίκους. Μετά τον τοκετό, τα επίπεδα της αιμοσφαιρίνης μειώνονται σημαντικά, μέχρις ότου φτάσουν σε μια πολύ χαμηλή τιμή, περίπου το 2ο μήνα της ζωής. Πρόκειται για τη φυσιολογική βρεφική αναιμία. Έπειτα, ο οργανισμός του βρέφους αυξάνει την παραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αυτή η παροδική και αναμενόμενη μείωση των τιμών του αίματος θεωρείται φυσιολογική και δεν χρήζει θεραπείας.

Η αναιμία μπορεί να εμφανιστεί όταν ο οργανισμός στερείται τα υλικά που χρειάζεται για να παρασκευάσει επαρκείς ποσότητες υγιών ερυθρών αιμοσφαιρίων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι η σιδηροπενική αναιμία (αναιμία από έλλειψη σιδήρου).

Ο σίδηρος είναι απαραίτητος για την παραγωγή αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Αν το παιδί σας δεν λαμβάνει επαρκείς ποσότητες σιδήρου στη διατροφή του, μπορεί να εμφανίσει σιδηροπενική αναιμία. Η σιδηροπενική αναιμία είναι η συνηθέστερη μορφή αναιμίας στα παιδιά. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι συνηθέστερη στα παιδιά κάτω των 2 ετών και στην αρχή της εμμηνόρροιας.

Η αναιμία μπορεί να οφείλεται και σε ανεπάρκεια φολικού οξέος και βιταμίνης Β12 – ουσιών απαραίτητων για τη φυσιολογική παραγωγή του αίματος. Αν η πρόσληψη μίας από αυτές τις δύο ουσίες ή και των δύο ουσιών δεν είναι επαρκής, το παιδί εμφανίζει μεγαλοβλαστική αναιμία. Όσοι τρώνε ελάχιστο κρέας, οι χορτοφάγοι ή οι vegans (δηλαδή, οι αυστηρά χορτοφάγοι που δεν καταναλώνουν ούτε αυγά και γαλακτοκομικά προϊόντα), μπορεί να μη λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες βιταμίνης Β12.

Η έλλειψη φολικών αλάτων ενδέχεται να οφείλεται στην ανεπαρκή κατανάλωση τροφών που περιέχουν φολικά άλατα (π.χ. λαχανικά). Επίσης, εμφανίζεται στα βρέφη που τρέφονται μόνο με κατσικίσιο γάλα. Ορισμένες εντερικές διαταραχές, όπως η κοιλιοκάκη (εντεροπάθεια από γλουτένη), μπορούν να προκαλέσουν ανεπάρκειες βιταμίνης Β12 και φολικών αλάτων.

Αυτές οι αναιμίες είναι σπάνιες στα βρέφη και τα νήπια. Στα υγιή άτομα, τα αιμοκύτταρα παράγονται στο μυελό των οστών. Αυτά τα ώριμα κύτταρα γεννιούνται αρχικά από πιο πρωτογενή κύτταρα, τα οποία καλούνται αιμοκυτοβλάστες. Η απλαστική αναιμία παρουσιάζεται όταν ο μυελός των οστών δεν παράγει επαρκείς ποσότητες αιμοκυττάρων εξαιτίας κάποιου προβλήματος στην ωρίμανση των αιμοκυτοβλαστών.

Ορισμένες απλαστικές αναιμίες, όπως η ερυθροκυτταρική απλασία, αφορούν μόνο στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Κάποιες από αυτές είναι κληρονομικές, όπως η αναιμία Diamond-Blackfan και η αναιμία Fanconi, οι οποίες συνδέονται με άλλες σωματικές ανωμαλίες, ειδικά στα άνω άκρα. Η απλαστική αναιμία συχνά προκαλείται από κάποιον ιό. Ενίοτε, κατά τα άλλα υγιή παιδιά αναπτύσσουν ήπια αναιμία επί περίπου ένα μήνα, ύστερα από μια ιογενή λοίμωξη. Σε μερικά παιδιά που πάσχουν από αιματολογικές παθήσεις, όπως η δρεπανοκυτταρική ή η μεσογειακή αναιμία, η μόλυνση από τον παραμυξοϊό Β19 μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αναιμία. Αυτή η κατάσταση είναι γνωστή ως απλαστική κρίση.

Η παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων από το μυελό των οστών επιβραδύνεται και δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη διάσπαση των κυττάρων που οφείλεται στην ήδη υπάρχουσα νόσο. Η απλαστική αναιμία μπορεί να προκληθεί επίσης από έκθεση σε συγκεκριμένες τοξικές ουσίες και στην ακτινοβολία ή από φάρμακα, όπως τα αντιβιοτικά, τα σπασμολυτικά ή τα φάρμακα για την καταπολέμηση του καρκίνου. Ορισμένοι παιδικοί καρκίνοι προκαλούν αναιμία εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Για παράδειγμα, στη λευχαιμία, τα λευχαιμικά κύτταρα «γεμίζουν» το μυελό των οστών που παράγει τα αιμοκύτταρα. Μια άλλη, λιγότερο συνήθης αναιμία που προκαλεί την απουσία όλων των ανώριμων μορφών των ερυθρών αιμοσφαιρίων (πρόδρομοι ερυθρών αιμοσφαιρίων) στο μυελό των οστών, είναι η παροδική ερυθροβλαστοπενία της παιδικής ηλικίας. Πρόκειται για μια αργά αναπτυσσόμενη αναιμία που πλήττει παιδιά ηλικίας 18-26 ετών και έχει ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα τη βαθμιαία αύξηση της ωχρότητας. Όπως δηλώνει η λέξη «παροδική», όλοι οι ασθενείς που πάσχουν από αυτή την αναιμία, αναρρώνουν πλήρως χωρίς θεραπεία και χωρίς μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.

Τα αίτια είναι άγνωστα, αν και ορισμένοι ερευνητές έχουν προτείνει διάφορα ιογενή και ανοσολογικά αίτια. Πολλές χρόνιες παθήσεις που πλήττουν εσωτερικά όργανα, μπορεί να προκαλέσουν αναιμία εξαιτίας της πενιχρής παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων. Για παράδειγμα, στις σοβαρές νεφροπάθειες, στον υποθυρεοειδισμό, στη νόσο Addison (ανεπάρκεια επινεφριδίων) και στα νοσήματα της υπόφυσης, ο οργανισμός δεν παράγει επαρκείς ποσότητες των ορμονών που συνδέονται με την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η δηλητηρίαση από μόλυβδο μπορεί επίσης να προκαλέσει αναιμία, αφού εμπλέκεται στην παραγωγή της αίμης, του τμήματος του μορίου της αιμοσφαιρίνης που περιέχει σίδηρο.

ΑΝΑΙΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΡΥΘΡΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ (ΑΙΜΟλΥΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ)

Η αιμόλυση προκύπτει όταν τα ερυθρά αιμοσφαίρια καταστρέφονται πρόωρα εξαιτίας κάποιας ανώμαλης διεργασίας. Αν ο μυελός των οστών δεν ανταποκριθεί στις ανάγκες του οργανισμού για την αναπλήρωση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, το αποτέλεσμα θα είναι η αιμολυτική αναιμία. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες. Μπορεί να συμβεί αυτομάτως ή να πυροδοτηθεί από στρεσογόνα αίτια, όπως οι λοιμώξεις, τα φάρμακα, το δηλητήριο του φιδιού και της αράχνης ή κάποιες τροφές. Οι τοξίνες που συνδέονται με την προχωρημένη ηπατοπάθεια ή νεφροπάθεια, μπορεί επίσης να συντομεύσουν τη ζωή των ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Σε μια πάθηση γνωστή ως αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, το ανοσοποιητικό σύστημα εκλαμβάνει τα ερυθρά αιμοσφαίρια ως ξένους εισβολείς και αρχίζει να τα καταστρέφει. Αυτό συμβαίνει όταν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος της μητέρας στοχεύουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια του μωρού της, αν αυτά διαφέρουν από τα δικά της. Το πιο γνωστό παράδειγμα αυτού του φαινομένου παρατηρείται όταν το Rh ή τα στοιχεία ΑΒΟ της μητέρας διαφέρουν από αυτά του παιδιού.

Τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν διάφορες πρωτεΐνες στα τοιχώματά τους. Δύο γνωστές ομάδες αυτών των πρωτεϊνών είναι η Rh και η ΑΒΟ, οι οποίες καθορίζουν τον τύπο αίματος του ατόμου. Για παράδειγμα, αν έχετε την πρωτεΐνη Rh-D, έχετε θετικό ρέζους. Αν ένα άτομο με αρνητικό ρέζους εκτεθεί σε αίμα με θετικό ρέζους, θα παρασκευαστούν αντι-D αντισώματα. Μερικές φορές, αυτή η κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει πολύ σοβαρά προβλήματα: τα αντι-Rh αντισώματα μιας ευαισθητοποιημένης αρνητικής-Rh μητέρας μπορεί να διαπεράσουν τον πλακούντα, να προσκολληθούν στα ερυθρά αιμοσφαίρια του θετικού-Rh εμβρύου και να τα καταστρέψουν. Όσον αφορά στην ομάδα ΑΒΟ των πρωτεϊνών των ερυθρών αιμοσφαιρίων, ένα άτομο μπορεί να έχει πρωτεΐνες Α, πρωτεΐνες Β ή καμία πρωτεΐνη, στην οποία περίπτωση ανήκει στην ομάδα αίματος Ο.

Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ομάδα αίματος Α, Β ή Ο. Όταν η μητέρα έχει διαφορετικό τύπο ερυθρών αιμοσφαιρίων από το μωρό της, παράγεται ασυμβατότητα στο ρέζους ή το ΑΒΟ. Έπειτα, το μωρό αναπτύσσει μια συγκεκριμένη μορφή αναιμίας, την αιμολυτική νόσο των νεογνών. Άλλα παιδιά κληρονομούν ελαττώματα στα ερυθρά αιμοσφαίρια, τα οποία μπορεί να διαταράξουν τη δομή των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή την παραγωγή της αιμοσφαιρίνης.

Οι συνήθεις μορφές κληρονομικών αιμολυτικών αναιμιών περιλαμβάνουν τη δρεπανοκυτταρική αναιμία, τη μεσογειακή αναιμία (θαλασσαιμία) και την ανεπάρκεια γλυκόζης-6-φωσφορικής αφυδρογονάσης. Τα αγγειακά μοσχεύματα, οι προσθετικές καρδιακές βαλβίδες, οι όγκοι, τα σοβαρά εγκαύματα, η έκθεση σε χημικές ουσίες, η σοβαρή υπέρταση και οι διαταραχές στο μηχανισμό πήξης του αίματος μπορεί να φθείρουν τα φυσιολογικά ερυθρά αιμοσφαίρια και να προκαλέσουν την πρόωρη καταστροφή τους. Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα ερυθρά αιμοσφαίρια εγκλωβίζονται στη διογκωμένη σπλήνα, όπου και καταστρέφονται πρόωρα.

ΑΝΑΙΜΙΑ ΑΠΟ ΑΠΩΛΕΙΑ ΑΙΜΑΤΟΣ

Αναιμία μπορεί να προκληθεί και από την απώλεια αίματος ύστερα από ακατάσχετη αιμορραγία λόγω τραυματισμού ή ύστερα από χειρουργική επέμβαση, γαστρορραγία, μηνορραγία ή κάποιο πρόβλημα του μηχανισμού πήξης. Οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες αυξάνει και την ανάγκη του σώματος για σίδηρο, ο οποίος αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την παρασκευή νέων ερυθρών αιμοσφαιρίων.

Πώς εκδηλώνεται η αναιμία;

Οι συνηθέστερες ενδείξεις της αναιμίας είναι η ωχρότητα του προσώπου, των χειλιών, του εσωτερικού τοιχώματος των ματιών και της κοίτης των νυχιών. Άλλα συνήθη συμπτώματα είναι η ευερεθιστότητα, η κόπωση, οι ζαλάδες, η αφηρημάδα και οι ταχυσφυγμίες. Ανάλογα με τους παράγοντες που προκαλούν την αναιμία, μπορεί να υπάρχουν και άλλα συμπτώματα, όπως ο ίκτερος (κίτρινο χρώμα στο δέρμα), τα σκουρόχρωμα ούρα, ο εύκολος μωλωπισμός, οι αιμορραγίες και η ηπατομεγαλία ή σπληνομεγαλία. Στα νήπια και στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, η σιδηροπενική αναιμία μπορεί να προκαλέσει αναπτυξιακή καθυστέρηση και συμπεριφορικές διαταραχές, όπως κοινωνικά προβλήματα και ελλιπή συγκέντρωση κατά τη διεκπεραίωση εργασιών.

Πώς ανιχνεύει την αναιμία ο παιδίατρος;

Συνήθως, η αναιμία διαγιγνώσκεται με μια απλή εξέταση αίματος στην οποία υπολογίζεται η αιμοσφαιρίνη. Αποτελεί μέρος της πλήρους εξέτασης αίματος, κατά την οποία αξιολογούνται το μέγεθος και οι τιμές των ερυθρών αιμοσφαιρίων, καθώς και οι τιμές των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων. Για να εξακριβωθεί το είδος της αναιμίας, ο παιδίατρος μπορεί να ζητήσει κι άλλες διαγνωστικές εξετάσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται το επίχρισμα αίματος, οι τιμές σιδήρου στο αίμα (υπολογίζονται είτε άμεσα είτε έμμεσα με την εξέταση φερριτίνης), η ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης (διαγιγνώσκει τη μεσογειακή αναιμία και τη δρεπανοκυτταρική αναιμία) και, αν κριθεί αναγκαίο, η λήψη μυελού οστών ώστε να διαπιστωθεί αν η κυτταρική παραγωγή είναι φυσιολογική, προκειμένου να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της λευχαιμίας.

Πώς αντιμετωπίζεται η αναιμία;

Η θεραπεία εξαρτάται από την πάθηση. Αν το παιδί έχει σιδηροπενική αναιμία, ο παιδίατρος θα συστήσει συμπληρώματα σιδήρου. Επίσης, μπορεί να συστήσει αλλαγές στη διατροφή (π.χ. μείωση κατανάλωσης γάλακτος). Ο γιατρός μπορεί να υποδείξει συμπληρώματα με φολικό οξύ και βιταμίνη Β12, αν η αναιμία οφείλεται σε ανεπάρκεια αυτών των θρεπτικών στοιχείων. Επίσης, θα πρέπει να παρακολουθεί το παιδί, ώστε να διασφαλιστεί η δέουσα αντιμετώπιση της αναιμίας.

Η θεραπεία για τις σοβαρές και χρόνιες αναιμίες εξαρτάται από την περίπτωση. Μερικά παιδιά χρήζουν μετάγγισης. Άλλα χρειάζονται φαρμακοθεραπεία ή σπληνεκτομή, ώστε να αποτραπεί η πρόωρη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Άλλα παιδιά πρέπει να πάρουν φάρμακα για την καταπολέμηση των μολύνσεων ή για τη διέγερση του μυελού των οστών (ώστε να παραχθούν περισσότερα αιμοκύτταρα). Σε σοβαρές περιπτώσεις μεσογειακής, δρεπανοκυτταρικής και απλαστικής αναιμίας γίνεται μεταμόσχευση μυελού οστών.

Σε αυτή τη διαδικασία, τα κύτταρα του μυελού των οστών ενός δότη χορηγούνται ενδοφλεβίως στο παιδί. Έπειτα, τα δωρισμένα κύτταρα μεταναστεύουν στο μυελό των οστών του παιδιού μέσω του αίματος, όπου και αρχίζουν να παράγουν νέα κύτταρα.